- καμπυλωτός
- η , ο[ν] с изогнутыми линиями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμπυλωτός — ή, ό σχηματισμένος κατά καμπύλη γραμμή, αυτός που έχει καμπύλες γραμμές, καμπύλος, κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. ωτός, πρβλ. θολ ωτός, τουρλ ωτός] … Dictionary of Greek
καμπυλωτός — ή, ό καμπύλος, κυρτός: Δεν του αρέσουν τα καμπυλωτά σχήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek
ροικοειδής — ές, Α καμπυλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοικός «στρεβλός, κυρτός» + ειδής*] … Dictionary of Greek
γυριστός — ή, ό καμπυλωτός, κυκλοειδής: Κρατούσε το γυριστό πόμολο της πόρτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)